- χρεωκοπιδης
- χρεωκοπίδηςχρεω-κοπίδης-ου ὅ уменьшитель задолженности (преимущ. о Солоне и сторонниках его σεισάχθεια) Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χρεωκοπίδης — ὁ, Α (στην Αθήνα) (κυρίως ως προσωνυμία φίλων τού Σόλωνος οι οποίοι είχαν επωφεληθεί από το νομοθετικό μέτρο τής σεισάχθειας) αυτός που διαγράφει τα χρέη του χωρίς να τά έχει πληρώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρεωκόπος + κατάλ. ίδης* τών πατρωνυμικών] … Dictionary of Greek
Κλεινίας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Φίλος του Σόλωνα (7ος 6ος αι. π.Χ.). Επονομάστηκε Χρεωκοπίδης, γιατί πλούτισε από τη σεισάχθεια, την οποία είχε πληροφορηθεί πριν γίνει γνωστή στον λαό. Ο Αριστοτέλης αποκρούει την εκδοχή αυτή, καθώς… … Dictionary of Greek